Σπέτσια

Σπέτσια
(Spezia). Πόλη της Ιταλίας πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (103 008 κάτ.). Έχει αναπτυγμένη ναυπηγοεπισκευαστική και χημική βιομηχανία καθώς και μεγάλα διυλιστήρια πετρελαίου. Εξαιτίας του κλίματος της αποτελεί σημαντικό τουριστικό κέντρο. Είναι γνωστή από το 1273, οπότε κυριεύτηκε από το Γενοβέζο στρατηγό και ναύαρχο Ουμβέρτο Ντόρια. Στα χρόνια που ακολούθησαν αγωνίσματα σκληρά εναντίον των κατακτητών της και κατόρθωσε για μικρό χρονικό διάστημα να ανακτήσει την ελευθερία της. Στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης κυριεύτηκε από τους Γάλλους και το 1808 μετατράπηκε από το Ναπολέοντα σε ναύσταθμο και πολεμικό λιμάνι. Το 1857, ο Ιταλός πρωθυπουργός Καβούρ, προβλέποντας τη μεγάλη στρατηγική αξία της πόλης αυτής, αποφάσισε τη μεταφορά της ναυτικής βάσης της Γένοβας εκεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λα Σπέτσια — (La Spezia). Πόλη και λιμάνι της βορειοδυτικής Ιταλίας. Βλ. λ. Σπέτσια …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • Σέλεϊ, Πέρσι Μπις — (Percy Bysshe Shelley). Άγγλος ποιητής (Φηλντ Πλαίης, Σάσεξ 1792 Κόλπος της Λα Σπέτσια 1822). Μετά την αποφοίτηση του από το κολέγιο του Ήτον, συνέχισε τις σπουδές του στην Οξφόρδη, όπου έγραψε και κυκλοφόρησε ένα φυλλάδιο με τον τίτλο Η ανάγκη… …   Dictionary of Greek

  • Λίγυς — ο, η (Α Λίγυς, υος, ὁ, ἡ, αρσ. και Λίγυρος και Λίγειρ, θηλ. και Λιγυστιάς, άδος και Λιγυστίς, ίδος) 1. ο κάτοικος τής Λιγυρίας 2. στον πληθ. οι Λίγυρες ή Λίγυες αρχαίος λαός που ήταν εγκατεστημένος στη μεσογειακή ακτή κοντά στις σημερινές πόλεις… …   Dictionary of Greek

  • άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… …   Dictionary of Greek

  • ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοεθνολογία — Η προϊστορική αρχαιολογία ή προϊστορία. Ο όρος καθιερώθηκε από το Διεθνές Συνέδριο Ανθρωπολογίας που έγινε το 1865 στην πόλη Σπέτσια της Iταλίας. Η παλαιοεθνολογική μελέτη βασίζεται στη μελέτη της ενδυμασίας, διατροφής, λατρείας και κατοικίας των …   Dictionary of Greek

  • Αφροδίτες, παλαιολιθικές — Αγαλματίδια γυναικών της αρχαιότερης γνωστής γλυπτικής, σκαλισμένα σε πέτρα, ελεφαντοστό ή κόκαλο. Κοινό γνώρισμα των γλυπτών της σειράς αυτής είναι το μικρό τους μέγεθος (4 22 εκ.) και τα τονισμένα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του φύλου… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Λιγυρία — (Liguria). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βόρειας Ιταλίας και διοικητική περιφέρεια (5.418 τ. χλμ., 1.560.748 κάτ. το 2001), αντίστοιχη προς την παλιά Δημοκρατία της Γένοβας. Εκτείνεται στα κράσπεδα του κόλπου της Γένοβας με μορφή ημισελήνου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”